- ἐπαράσσει
- ἐπαράσσωpres ind mp 2nd sgἐπαράσσωpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαράσσω — ἐπαράσσω και ιων. τ. ἐπαράττω (Α) 1. κρούω, χτυπώ («ἀμφοῑν τοῑν χεροῑν τὴν θύραν πάνυ προθύμως ὡς οἷός τ ἦν ἐπήραξε», Πλάτ.) 2. επιπίπτω, ενσκήπτω ορμητικά («ἕως ἄνεμος ἐπαράσσει πολύς, κῡμα ἐλαύνων», Συν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αράσσω «κτυπώ»] … Dictionary of Greek